Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ μάχιμοι

См. также в других словарях:

  • μάχιμοι — μάχιμος fit for battle masc nom/voc pl μάχιμος fit for battle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ВОЙСКО —    • Exercïtus.     I. У греков.          Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… …   Реальный словарь классических древностей

  • Machimoi — (griechisch μάχιμοι, Plural) war insbesondere in der Ptolemäerzeit die griechische Bezeichnung der untersten Dienstränge des altägyptischen Heeres und der Seeflottenbesatzungen. Nach Festigung der Ptolemäerherrschaft bekleidete kein Ägypter… …   Deutsch Wikipedia

  • CALASIRIS — pars Aegypti, unde incolae Calasirii. Steph. Herodotus alterum genus militum (cum alterum Hermotybios appellet) hôc nomine vocat: quos duos militiae ordines magnus ille Sesostris inflituit, illisque post reditum ex Asia, in operae fortiter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • FEUDUM — I. FEUDUM Militare Aegyptiorum. Cum in Aegypto VII. essent hominum genera, λ῾ερέες, Sacerdotes sc. primo loco ac dignitate secundi Μάχιμοι, Milites; inde Βουβόται, Ευβῶται, Κάπηλοι, Ε῾ρμηνέες, et Κυβερνῆται, a suis artificiis sic denominati:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TANAGRA — Ptol. Boeotiae nobile oppid. Graea Homero, teste Stephanô, cui Gephyra, ut et Oropus ab Aristotele dicitur. Hodie Anaioria dicitur Castaldo. Eius meminit Statius, l. 7. Theb. v. 254. Mille sagittiferos gelidae de colle Tanagrae. Nemo paulo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς …   Dictionary of Greek

  • λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»